αλογίκευτος

αλογίκευτος
-η, -ο [λογικεύομαι]
αυτός που δεν λογικεύεται ή δεν μπορεί να λογικευτεί, απερίσκεπτος, παράλογος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλογίκευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε λογικεύεται: Κι ύστερα από την τελευταία συζήτηση που είχαν, εκείνος έμενε αλογίκευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”